Το ξεφτέρι Accipiter nisus παρά το μικρό του μέγεθος είναι ένας δεινός κυνηγός όλων των πουλιών που είναι μικρότερα από αυτό. Επιδημητικό σε πολλές περιοχές της χώρας ενώ το χειμώνα καταφθάνουν κι άλλα τσιχλογέρακα ( άλλη λαϊκή ονομασία) από τις βόρειες χώρες.
Μέγεθος 28-38 εκατοστά, πετάει επιδέξια σύριζα πάνω από τους φράκτες και τους αγρούς ή ανάμεσα στα δέντρα του δάσους, κυνηγώντας μικρόπουλα και σπανιότερα θηλαστικά. Επειδή πιάνει πουλιά στον αέρα, το ξεφτέρι έχει μακριά δάχτυλα με εξογκώματα στο κάτω μέρος για να μην του ξεφεύγουν. Η ευελιξία του και το μικρό του μέγεθος του επιτρέπουν να κυνηγάει εκεί όπου τα μεγαλύτερα αρπακτικά δεν φτάνουν.
Όπως και στα περισσότερα αρπακτικά πουλιά έτσι και το θηλυκό ξεφτέρι είναι μεγαλύτερο από το αρσενικό, έχει μαυροκάστανο το πάνω φτέρωμα με μια λευκή ράβδωση μέχρι και το πίσω μέρος του ματιού. Το υπόλευκο κάτω μέρος αυλακώνεται από οριζόντιες σκουρόχρωμες ραβδώσεις. Το αρσενικό έχει σχιστολιθότεφρο φτέρωμα στο πάνω μέρος, μάγουλα ξανθοκάστανα και υπόλευκη κηλίδα στον αυχένα. Το κάτω μέρος είναι σαν του θηλυκού ενώ η ουρά έχει έντονες σταχτιές και σκουροκάστανες ραβδώσεις. Τα ανήλικα είναι σαν το καστανό θηλυκό αλλά οι ραβδώσεις στο κάτω μέρος είναι ακανόνιστες.
Προτιμά τα δάση αλλά και τις καλλιεργούμενες εκτάσεις με θάμνους. Φτιάχνει τη φωλιά του σε δέντρα, προτιμά τα κωνοφόρα και μικτά δάση, καμιά φορά και τους ψηλούς θάμνους ενώ μερικές φορές χρησιμοποιεί και τις παλιές φωλιές των κορακοειδών.
Γεννάει από το Μάιο έως τον Ιούνιο 3 με 5 αυγά, τα οποία κλωσάει το θηλυκό επί 33-35 μέρες . Τα μικρά θα πρωτοπετάξουν 24-30 μέρες μετά την εκκόλαψη.